- ακοντιστήριον
- ἀκοντιστήριον, το (Μ) [ἀκοντίζω]πολεμική μηχανή, που εξακοντίζει μεγάλες πέτρες.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀκοντιστήρια — ἀκοντιστήριον engine for hurling projectiles neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακοντίζω — (Α ἀκοντίζω) 1. ρίχνω το ακόντιο, εξακοντίζω «ἀκοντίζων τὸν ὗν τοῡ μὲν ἁμαρτάνει, τυγχάνει δὲ τοῡ Κροίσου παιδὸς» (Ηρόδ.) 2. χτυπώ με το ακόντιο «ὲς πλευρὰ καὶ πρὸς ἧπαρ ἠκοντίζετο» (Ευρ.) νεοελλ. 1. χτυπώ, λαβώνω με τη ματιά «και την καρδιά μου… … Dictionary of Greek